- ἀστάθμευτος
- ἀστάθμ-ευτος, ον,A not encamped, App.BC2.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστάθμευτος — ἀστάθμευτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει σταθμεύσει κάπου ή δεν έχει σταματήσει για ανάπαυση … Dictionary of Greek
αστάθμευτος, -η — ο αυτός που δε στάθμευσε: Από την Αθήνα στη Λάρισα πήγαμε αστάθμευτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσταθμεύτους — ἀστάθμευτος not encamped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)